κενοφωνῶ

κενοφωνῶ
κενοφωνέω
speakidly
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
κενοφωνέω
speakidly
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κενοφωνώ — κενοφωνῶ έω (ΑΜ) λέγω ανοησίες, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φωνῶ (< φωνος < φωνή), πρβλ. βαρυ φωνώ, κακο φωνώ] …   Dictionary of Greek

  • κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

  • κενοφωνία — κενοφωνία, ἡ (ΑΜ) [κενοφωνῶ] το να λέγει κανείς κενά λόγια, ματαιολογία, μωρολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”